καυκαλίς

καυκαλίς
καυκαλίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: `an umbelliferous plant, Tordylium apulum' (Thphr., Nic., Dsc., Gp.), also καῦκον (Ps.-Dsc. 2, 139) and καυκιάλης βοτάνη τις, ὁμοία κορίῳ (cod. κωρ-) H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: On -αλίς Chantraine Formation 251f. The plant was also called δαῦκος ἄγριος (Dsc. 2, 139); Strömberg Pflanzennamen 153. Further hypotheses in Nencioni Rev. degli stud. or. 19, 101f. Pre-Greek?
Page in Frisk: 1,802

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καυκαλίς — καυκαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. καυκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • καυκαλίς — Tordylium apulum fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδα — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδας — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδες — καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδι — καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδος — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδων — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδ' — καυκαλίδα , καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg καυκαλίδι , καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg καυκαλίδε , καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”